καπιταλισμός

καπιταλισμός
capitalisme

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καπιταλισμός — ο (λ. γαλλ.), κεφαλαιοκρατία: Μας εκμεταλλεύεται ο διεθνής καπιταλισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπιταλισμός ή κεφαλαιοκρατία — Όρος που έχει λάβει ποικίλες σημασίες και στον οποίο αποδίδονται διάφοροι ορισμοί με οικονομικό, νομικό, κοινωνιολογικό, πολιτικό, ιστορικό και ιδεολογικό χαρακτήρα. Οι διάφορες αυτές σημασίες δεν μπορούν εύκολα να διαχωριστούν με σαφήνεια η μία… …   Dictionary of Greek

  • καπιταλισμός — ο 1. (κατά την αστική κοινωνιολογία) κεφαλαιοκρατία, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την πίστη στη δύναμη τού υλικού κεφαλαίου, την αποδοχή τού κέρδους ως κινήτρου τής οικονομικής δραστηριότητας, την αρχή τής… …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιοκρατία — Βλ. λ. καπιταλισμός. * * * η (κοινωνιολ. οικον.) 1. το οικονομικό και κοινωνικο ουστημα τού καπιταλισμού 2. το σύνολο τών κεφαλαιούχων …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιοκρατισμός — ο κεφαλαιοκρατία, καπιταλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαιο κρατία με την κατάλ. ισμός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κρατικομονοπωλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο κράτος και στα μονοπώλια ή σχετίζεται με το κράτος και τα μονοπώλια 2. φρ. (οικον.) «κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός» στάδιο καπιταλιστικής εξέλιξης που χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη τού κράτους σε σημαντική… …   Dictionary of Greek

  • κρατικός — ή, ό [κράτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος («κρατικά ιδρύματα») 2. αυτός που διενεργείται από το κράτος ή εξ ονόματος ή για λογαριασμό τού κράτους («κρατικός διαγωνισμός») 3. φρ. «κρατικός καπιταλισμός» κατά τη μαρξιστική… …   Dictionary of Greek

  • λαϊκός — ή, ό (AM λαϊκός, ή, όν) [λαός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή προέρχεται από τον λαό (α. «λαϊκή μουσική» β. «λαϊκά έθιμα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο μη ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τον κληρικό («εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω») νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… …   Dictionary of Greek

  • Σόμπαρτ, Βέρνερ — (Sombart). Γερμανός οικονομολόγος και κοινωνιολόγος (Ερμσλέμπεν αμ Χαρτς, Σαξονία 1863 Βερολίνο 1941). Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Μελετητής του Μαρξ, επηρεάστηκε από το Σμόλερ και το Σίμελ. Με βάση τη διάκριση του Σίμελ μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”